Μεταφορά φορολογικής κατοικίας και ειδικοί φορολογικοί
κάτοικοι (non-dom)
Στο πλαίσιο ενίσχυσης των συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης και διατήρησης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, εισήχθη στο φορολογικό μας δίκαιο με το Νόμο 4646/2019, η έννοια του ειδικού φορολογικού κατοίκου. Σκοπός των εν λόγω ρυθμίσεων αποτελεί η εφαρμογή ενός ειδικού χαμηλού φορολογικού συντελεστή για κατοίκους εξωτερικού, ο οποίος θα προσελκύσει ξένους επενδυτές, προκειμένου να προχωρήσουν σε μεταφορά της φορολογικής τους κατοικίας στη χώρα μας.
Ο θεσμός του «διαμένοντος μη κατοίκου» (non domiciled resident – «non-dom») τυγχάνει εφαρμογής για κατοίκους εξωτερικού οι οποίοι, για λόγους οικονομικού συμφέροντος, επιθυμούν να μεταφέρουν την φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση τους για εισοδήματα της αλλοδαπής. Προκειμένου να εφαρμοστεί αυτός ο ευνοϊκός και εναλλακτικός τρόπος φορολόγησης, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά ορισμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις που ρητώς τίθενται στο νόμο. Συγκεκριμένα θα πρέπει:
1)O φορολογούμενος να μην ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας τα προηγούμενα επτά (7) από τα οκτώ (8) έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα
2) Να αποδεικνύεται ότι πραγματοποιεί επένδυση τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ σε ακίνητα ή επιχειρήσεις ή κινητές αξίες ή μετοχές ή μερίδια σε νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες με έδρα την Ελλάδα, είτε ο ίδιος ή τα συγγενικά του πρόσωπα (ήτοι, ο/η σύζυγός του και οι ανιόντες / κατιόντες σε ευθεία γραμμή) είτε μέσω νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας στα οποία έχει την πλειοψηφία των μετοχών ή μεριδίων. Εφόσον ενταχθεί στο εν λόγω καθεστώς, και για μέγιστη διάρκεια δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών, το φυσικό πρόσωπο θα καταβάλλει φόρο κατ’ αποκοπή, ο οποίος ανέρχεται σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ για κάθε φορολογικό έτος, ανεξαρτήτως του ύψους εισοδήματος που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή.
Η επένδυση την οποία καλείται να πραγματοποιήσει ο ενδιαφερόμενος, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί σε διάστημα τριών (3) ετών από τον χρόνο υποβολής της αίτησης του. Η αίτηση μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας με υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή κατά το νόμο 4646/2019 υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση από το φυσικό πρόσωπο μέχρι τις 31 Μαρτίου του εκάστοτε φορολογικού έτους. Αντίστοιχα, το αρμόδιο τμήμα της διοίκησης (Δ.Ο.Υ Κατοίκων Εξωτερικού και Εναλλακτικής Φορολόγησης Φορολογικών Κατοίκων Ημεδαπής) οφείλει να απαντήσει στο κρινόμενο ζήτημα μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση του.
Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή, ως ειδικός φορολογικός κάτοικος υπόκειται πλέον στο ίδιο καθεστώς φορολογίας με τους Έλληνες πολίτες, οφείλει ωστόσο να καταβάλλει ετήσιο κατ’ αποκοπή φόρο, ύψους εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000€). Με την καταβολή αυτή επέρχεται εξάντληση της φορολογικής του υποχρέωσης για το σύνολο των εισοδημάτων αλλοδαπής προέλευσης ανεξαρτήτως του ύψους εισοδήματος που αποκτήθηκε, ενώ επέρχεται και φορολογική απαλλαγή από φόρους κληρονομιών και δωρεών για περιουσία που βρίσκεται στην αλλοδαπή. Στην ουσία φορολογείται για εισοδήματα που αποκτά εντός του Ελληνικού κράτους, ενώ για τα εισοδήματα του εξωτερικού αρκεί να καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ το οποίο και οδηγεί στην φορολογική του απαλλαγή. Σημειώνεται ότι για το πρώτο έτος υπαγωγής στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου το φυσικό πρόσωπο οφείλει να αποδώσει το κατ` αποκοπή ποσό φόρου εντός τριάντα (30) ημερών από την έγκριση της αίτησής του.
Σε περίπτωση μη καταβολής ολόκληρου του ποσού του κατ’ αποκοπή φόρου ή μη ολοκλήρωσης της επένδυσης, αίρεται το ειδικό καθεστώς και το εν λόγω πρόσωπο φορολογείται για το παγκόσμιο εισόδημα του βάσει των γενικών διατάξεων από το οικείο φορολογικό έτος και εφεξής. Σημειωτέων ότι τα κατ’ αποκοπή ποσά φόρου που έχουν ήδη καταβληθεί δεν επιστρέφονται. Περαιτέρω, το φυσικό πρόσωπο έχει την δυνατότητα να ζητήσει παρέκταση της εν λόγω ρύθμισης και για εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας του, καταβάλλοντας ένα επιπλέον ποσό της τάξεως των 20.000 ευρώ. Ο φόρος αυτός καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος σε μία δόση και η εν λόγω ρύθμιση λήγει μετά το πέρας δεκαπέντε (15) ετών χωρίς δυνατότητα παράτασης.